Τευχος 28


Έρευνα του ΣΕΒ και της εταιρείας συμβούλων McKinsey σε 186 από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Ελλάδας

Η ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΩΚΟΥ

Η λύση για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων δεν βρίσκεται σε αλλότριες συνταγές αλλά στο παράδειγμα των πιο επιτυχημένων εταιρειών της χώρας. Σύμφωνα με μεγάλη έρευνα του ΣΕΒ και της εταιρείας συμβούλων McKinsey, σε 186 από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας οι επιτυχημένες επιχειρήσεις έχουν να επιδείξουν τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά: ξεκάθαρη στρατηγική, διεθνή παρουσία, επενδύσεις στην έρευνα και στο ανθρώπινο δυναμικό. Και αν τους χωρίζει ακόμη πολύς δρόμος από τις πρωτοπόρες ως προς τις εξαγωγές και την εξειδίκευση γερμανικές επιχειρήσεις, δύο είναι τα μυστικά για ταχεία κάλυψη του χάσματος: διεθνοποίηση και καινοτομία. Με τίτλο Hellas 1000, η έρευνα επιχειρεί να διαπιστώσει τις αιτίες για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της χώρας και - ακόμη σημαντικότερα - να τονίσει τους παράγοντες που συντείνουν στην επιτυχία όσων επιχειρήσεων έχουν κερδίσει το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας.

Η επιτυχία, σύμφωνα με την έρευνα, αρχίζει από μια ξεκάθαρη στρατηγική που να αναγνωρίζει και να βασίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε εταιρείας. Σχεδόν το 50% των ελληνικών εταιρειών που συμμετείχε στην έρευνα ανέφερε ότι ακολουθείται η στρατηγική της «καθολικής υπεροχής». Αυτή, ωστόσο, είναι και η πιο δύσκολη να επιτευχθεί, καθώς απαιτεί ταυτόχρονα υψηλό επίπεδο καινοτομίας, υπεροχή στην αγορά με ισχυρή επωνυμία, μεγάλο όγκο παραγωγής και εκτεταμένη διεθνή παρουσία. Όπως είναι ίσως αναμενόμενο, αυτό επιτυγχάνεται ευκολότερα από τις μεγάλες εταιρείες, με κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από 100 εκατ. ευρώ. Μία στις τρεις από αυτές, μάλιστα, θεωρείται ηγέτης στον κλάδο της ως προς το περιθώριο κέρδους και την ανάπτυξη που επιδεικνύει. Μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας (πενήντα-πενήντα, σύμφωνα με την έρευνα) αν ακολουθήσουν τη στρατηγική της καινοτομίας - την οποία ωστόσο ακολουθεί μόλις το 10% των επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει η Hellas 1000, οι εταιρείες με διεθνή παρουσία έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας ενώ... εξασφαλισμένη είναι η επιτυχία για όσες από αυτές έχουν να επιδείξουν και διεθνείς πωλήσεις, και διεθνή παραγωγή, και δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης στο εξωτερικό (βλ. γράφημα). Τέσσερις στις δέκα ελληνικές επιχειρήσεις πραγματοποιούν πωλήσεις στο εξωτερικό, μία στις τέσσερις ασκεί παραγωγική δραστηριότητα στο εξωτερικό, μία στις τέσσερις διαθέτει διεθνείς προμηθευτές, ενώ μόλις το 15% διεξάγει έρευνα και ανάπτυξη στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με την έρευνα, σήμερα οι επιτυχημένες εταιρείες δραστηριοποιούνται σε δυτικές χώρες ή χώρες της ΕΕ, όσον αφορά τις προμήθειες, και στα Βαλκάνια όσον αφορά τις παραγωγικές δραστηριότητές τους, τις εξαγωγές και τις πωλήσεις. Όπως αποκαλύπτουν δε τα σχέδιά τους για το μέλλον, πρόκειται σταδιακά να στραφούν προς τις χώρες των Βαλκανίων (κυρίως στη Βουλγαρία) και για τις προμήθειές τους, ενώ δυναμική προβλέπεται η επέκταση των πωλήσεών τους στην Τουρκία και στην Ασία - κυρίως στην Κίνα και στην Ινδία. Ως το 2010 πωλήσεις στην Τουρκία αναμένεται να πραγματοποιεί το 23% των επιτυχημένων επιχειρήσεων της χώρας από 13% το 2005. Στη δε Ασία το ποσοστό τους αναμένεται σχεδόν να διπλασιασθεί - σε 13% από 7%. Αντίθετα, αναμένεται να υποχωρήσει στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, όπου το επίπεδο των επιτυχημένων εταιρειών που πραγματοποιούν πωλήσεις προβλέπεται να υποχωρήσει σε 38% και 27% αντίστοιχα (από 42% και 32% το 2005). Αυτό δεν ισχύει ωστόσο για τις παραγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να ασκούν τα δύο νεότερα μέλη της ΕΕ, κατά 18% από 12% στη Ρουμανία και 10% στη Βουλγαρία.

Προκειμένου να εξασφαλίσουν την ευδοκίμηση των διεθνών δραστηριοτήτων τους οι πλέον επιτυχημένες επιχειρήσεις βασίζονται κυρίως στην πρόσληψη εξειδικευμένων στελεχών, στη συνεργασία με εταιρείες που διαθέτουν σχετική πείρα, στις συναντήσεις με υπαλλήλους και πελάτες από διάφορες χώρες, στην άτυπη ανταλλαγή διεθνών εμπειριών, στην παρατήρηση και αφομοίωση πρακτικών διεθνοποίησης άλλων εταιρειών, ακόμη και στην εξαγορά εταιρειών με συγκεκριμένη πείρα.

Όσο για την έρευνα και ανάπτυξη δεν είναι μόνο η λιγότερο διεθνοποιημένη από τις δραστηριότητες των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και η περισσότερο παραμελημένη. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε έρευνα αποδίδουν καθώς όσο υψηλότερες είναι τόσο μεγαλύτερο είναι το περιθώριο κέρδους. Ειδικά για τις επιχειρήσεις που ακολουθούν στρατηγική καινοτομίας ή καθολικής υπεροχής το περιθώριο κέρδους ανέρχεται σε 13,1% των πωλήσεων όταν τα έξοδα για έρευνα και ανάπτυξη είναι 7%-10% των πωλήσεων. Αντίθετα, όταν οι δαπάνες για έρευνα δεν ξεπερνούν το 1%, τότε το περιθώριο κέρδους περιορίζεται σε 4,7%.

Τέλος, οι πιθανότητες επιτυχίας αυξάνονται επίσης με τη σωστή διοικητική οργάνωση, ιδιαίτερα τον μακροπρόθεσμο χρηματοοικονομικό σχεδιασμό, την αναλυτική διαχείριση των κινδύνων αλλά και τη σωστή διαχείριση του ανθρωπίνου δυναμικού, που εστιάζει στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στον καθορισμό των αποδοχών τους βάσει επιδόσεων. Αν και οι επιχειρήσεις της έρευνας αξιολογούν τις δεξιότητες των υπαλλήλων τους ως τη σημαντικότερη παράμετρο επιτυχίας, φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση από τα λόγια στην πράξη: σύμφωνα με διεθνείς μελέτες ανταγωνιστικότητας όπως εκείνη του IMD, η χαμηλή προτεραιότητα που δίνουν οι επιχειρήσεις στην κατάρτιση των εργαζομένων τους αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας.

Το ΒΗΜΑ, 01/07/2007


επιστροφή