Τευχος 25



ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥ Κ. ΚΑΡΚΑΝΙΑ
ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:
«Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ»


Το Σαββατοκύριακο 20 και 21 Ιανουαρίου 2007 φιλοξενήθηκε στο ξενοδοχείο Hilton, το φετινό Moneyshow, στα πλαίσια του οποίου πραγματοποιήθηκε ημερίδα με θέμα: «Η γλώσσα της διαφήμισης», που οργανώθηκε από τον Οργανισμό για την Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας (ΟΔΕΓ).

Ο Πρόεδρος του Ελληνοβρετανικού Κολλεγίου και Πρόεδρος του ΟΔΕΓ, κος Κωνσταντίνος Καρκανιάς, έκανε την παρακάτω ομιλία:

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ – ΤΟ ΚΑΛΟΝ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
    Αγαπητοί φίλοι,

    Σας ευχαριστώ που είστε σήμερα μαζί μας.
    Ευχαριστώ επίσης τους εξέχοντες ομιλητές που δέχτηκαν να συζητήσουν μεταξύ τους και με εμάς τα θέματα που σχετίζονται με τον τίτλο της Ημερίδας.
    Επίσης ευχαριστώ το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ) για την υποστήριξη που παρέσχε σε αυτή την εκδήλωση. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον Πρόεδρο του ΕΒΕΑ τον κ. Κ. Μίχαλο που βρίσκεται σήμερα μαζί μας καθώς και τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. του ΕΒΕΑ που παρακολουθούν την Ημερίδα.
    Θα ήθελα να αναφέρω σε αυτό το σημείο, ότι ο κος Λαμπρόπουλος, μέλος του Δ.Σ. του ΕΒΕΑ επρόκειτο να απευθύνει χαιρετισμό στην Ημερίδα αλλά ασθένησε και δεν είναι σήμερα μαζί μας.
    Δεν θα προσφωνήσω όλους τους εκλεκτούς φίλους που βρίσκονται στο ακροατήριο. Θα μου επιτρέψετε όμως να κάνω μία εξαίρεση για πέντε από αυτούς, την κ. Κατσαρού, νέα Δήμαρχο Ψυχικού, τον κ. Μπουλούκο Βουλευτή, τον κ. Γ. Δολιανίτη Γενικό Γραμματέα της «Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς», τον κ. Τάσσιο τέως καθηγητή του Πολυτεχνείου, τον κ. Πάνο Κοντό καθηγητή και Γενικό Γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
    Αρκετοί από τους παρόντες γνωρίζετε τον Οργανισμό μας ή έχετε μάθει γι’ αυτόν ακόμη και σήμερα διαβάζοντας τα φυλλάδια που έχουμε διανείμει.

    Εμείς ασχολούμαστε με την διάδοση της ελληνικής γλώσσας και υποστηρίζουμε κάθε δραστηριότητα διδασκαλίας της είτε σε ομογενείς στο εξωτερικό είτε σε ξένους που ζουν εκτός η και εντός Ελλάδος.
    Δεν έχουμε λοιπόν σαν κύρια ασχολία την προστασία της γλώσσας από οποιασδήποτε μορφής κινδύνους.
    Θα ήταν δυνατόν λοιπόν να ρωτήσετε για ποιο λόγο ασχολούμαστε με το θέμα της σημερινής ημερίδας – για ποιο λόγο άραγε οργανώσαμε αυτήν την ημερίδα.
    Από την αρχή βεβαίως μπορούμε να πούμε, ότι το δικό μας ενδιαφέρον για την γλώσσα μοιάζει με το ενδιαφέρον ενός εμπόρου για την ποιότητα και την φήμη των προϊόντων, τα οποία αγοράζει για να πωλήσει.
    Έτσι, είναι φανερό ότι για να υποστηρίξουμε την διάδοση της γλώσσας μας θα πρέπει αυτή να έχει καλή ποιότητα και να προβάλλεται σαν τέτοια. Η γλώσσα μας δηλαδή πρέπει να είναι και να προβάλλεται σαν επαρκής για κάθε είδους επικοινωνία επομένως και για την εταιρική επικοινωνία.
    Εξ άλλου είναι γεγονός, ότι:
    Ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών εταιρειών και ιδιαίτερα των μεγάλων και των νέων, έχει ξενικούς τίτλους η ελληνικούς γραμμένους με λατινικά γράμματα.
    Το μεγαλύτερο μέρος των νέων ελληνικών προϊόντων έχει ξενικά ή λατινογραμμένα ονόματα.
    Αρκετά διαφημιστικά μηνύματα είναι ξενικά ή «μειξοβάρβαρα».
    Αυτή η κατάσταση είναι πολύ παράξενη και απαράδεκτη για πολλούς Έλληνες αλλά είναι τραγικά κωμική για όσους ξένους γνωρίζουν η μαθαίνουν ελληνικά και επισκέπτονται την Ελλάδα η εργάζονται στην Ελλάδα.
    Γνωρίζουμε, ότι όσοι ελληνομαθείς ξένοι έρχονται στην Ελλάδα «κυριολεκτικά ζαλίζονται». Έτσι δεν μπορούμε να συνιστούμε πια σε ξένους να έλθουν στην Ελλάδα για να «μάθουν τα ελληνικά στον τόπο τους», γιατί το περιβάλλον, το οποίο συναντούν, δεν είναι πλέον και τόσο ελληνικό.

    Μια πολύ ωραία σχετική επιστολή είχε δημοσιευτεί προ μηνών στην Ελευθεροτυπία και είχε σταλεί από έναν Έλληνα που διαμένει στο Λονδίνο. Αυτός ανέφερε τα παράπονα μιας Αγγλίδας επισκέπτριας της χώρας μας σχετικά με το ότι στην Ελλάδα πουθενά δεν της μίλαγαν ελληνικά και σπανίως έβλεπε ελληνικές επιγραφές με αποκορύφωμα την περίπτωση ενός καφενείου στου οποίου την επιγραφή υπήρχε το «Since 1995».
    Το πρόβλημα αυτό βέβαια επιδεινώνεται όσο η Ελλάδα παράγει όλο και λιγότερα δικά της προϊόντα - όσο η Ελλάδα παράγει όλο και λιγότερα νέα προϊόντα – όσο οι Έλληνες πολίτες αγοράζουν όλο και περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα – όσο οι Έλληνες παραγωγοί, έμποροι, διαφημιστές, καταναλωτές μαθαίνουν και χρησιμοποιούν μία όλο και περισσότερο ολιγόλεξη και αβαθή γλώσσα.
    Πιστεύω ότι τα παραπάνω απαντούν στο ερώτημα, γιατί ασχοληθήκαμε με αυτό το θέμα. Πρέπει να σημειώσω εδώ, ότι αυτή η ασχολία μας δεν είναι χθεσινή, αλλά και σε επίπεδο ατομικό και συλλογικό έρχεται από μακριά.

    Κύριες αφορμές υπήρξαν οι ακόλουθες:
    Πριν από πολλά χρόνια ο γνωστός Όμιλος Παπουτσάνη αποφάσισε να μετονομαστεί και δαπάνησε πολλά χρήματα για να πληροφορήσει το κοινό ότι το νέο του όνομα ήταν ΠΛΕΙΑΣ αλλά δεν το έγραφε με ελληνικούς χαρακτήρες αλλά με λατινικούς δηλαδή Plias.
    Οι περισσότερες εταιρείες στο Χρηματιστήριο έχουν ξενικά ονόματα. Συγκεκριμένα από τις 381 μόνο 114 έχουν ελληνικό όνομα.
    Σχεδόν όλοι οι διαφημιστές μου – και διαφημίζω τις επιχειρηματικές μου δραστηριότητες από το 1971 – μου πρότειναν να χρησιμοποιήσω λατινογραμμένα ή ξενικά ονόματα η και μηνύματα επειδή αυτά κατά την γνώμη τους ταίριαζαν πιο πολύ στο κοινό στο οποίο απευθυνόμουν, δηλαδή σε νέους υποψήφιους σπουδαστές.
    Εν τούτοις πολλές φορές γύρω μου έβλεπα ότι όλο και περισσότερα καταστήματα που απευθύνονται στην νεολαία, χρησιμοποιούν ελληνικά η ακόμη και αρχαιοπρεπή ονόματα.
    Η έβλεπα μία μικρή εταιρεία εκτυπώσεως προσκλητηρίων γάμου να ονομάζεται ΩΚΥΤΥΠΟΝ και αντιλαμβανόμουν ότι το έκανε για να ανταγωνιστεί το αντίστοιχο απέναντί της κατάστημα που ονομαζόταν TYPE CENTER.
    Αποκαλυπτικό για εμένα ήταν και το άρθρο του Γιώργου Λεούση, ομιλητή στην σημερινή ημερίδα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του ΕΒΕΑ (το οποίο κυκλοφορεί σε 80.000 τεύχη, τον Ιανουάριο του 2004), με το οποίο προέτρεπε όλους τους επιχειρηματίες να χρησιμοποιούν ελληνικά ονόματα και την ελληνική γλώσσα στην παρουσίαση των εταιρειών και των προϊόντων τους.
    Οι παραπάνω αναφορές είναι ενδεικτικές γιατί θα ήταν δυνατόν να καταγράψω χιλιάδες παρόμοιων περιπτώσεων, οι οποίες κυριολεκτικά κατακλύζουν το περιβάλλον μας, μέσα στο σπίτι μας, μέσα στο ψυγείο μας, πάνω στα ρούχα μας, στα καταστήματα όπου ψωνίζουμε, στους δρόμους όπου περπατάμε και στις μεγάλες και μικρές πόλεις και στα χωριά.
    Βεβαίως δεν πιστεύουμε ότι όλα τα παραπάνω προβλήματα μπορούν να λυθούν και η κατάσταση να βελτιωθεί μόνο με νόμους και με απαγορεύσεις. Αντιθέτως πιστεύουμε ότι πρέπει να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μια εταιρεία αποφασίζει για το όνομά της η για την ονομασία ενός προϊόντος της η για την επιγραφή την οποία θα τοποθετήσει στην είσοδό της η στις βιτρίνες της.
    Για αυτό στην σημερινή ημερίδα καλέσαμε ομιλητές από τον επιχειρηματικό αλλά και από τον εκπαιδευτικό κόσμο, αφού στόχος μας δεν είναι η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων ούτε ο αναθεματισμός των παρανομούντων ή των ανθελληνικώς δρώντων αλλά η αρχική συζήτηση του θέματος.
    Σχεδόν τελειώνω με μία δήλωση:
    Δεν είμαστε εναντίον των επιχειρηματιών που επιδιώκουν το συμφέρον τους. Είμαστε όμως υπέρ των επιχειρηματιών, που ερευνούν πρώτα μήπως η ελληνική γλώσσα ικανοποιεί τις ανάγκες τους και μετά αναζητούν διαφημιστική λύση σε ξένη γλώσσα.
    Είμαστε υπέρ της προσπάθειας χρήσεως αλλά και καλλιέργειας της γλώσσας μας ώστε να καλύπτει τις ανάγκες μας. Επομένως είμαστε υπέρ της συνεχούς προσπάθειας χρήσεώς της με στόχο την ανάπτυξη και της ειδικής αλλά και της καθημερινής ορολογίας, κάτι για το οποίο έχει γράψει πολλές φορές ο καθηγητής ο κύριος Τάσσιος.
    Πιστεύουμε ότι το συμφέρον των επιχειρηματιών μπορεί να συμπέσει με το καλόν της γλώσσας.
    Τελειώνοντας ευχαριστώ τους ομιλητές που δέχθηκαν να θυσιάσουν ένα Κυριακάτικο απόγευμα για να μας παρουσιάσουν τις σκέψεις τους.
    Ευχαριστώ επίσης το ΕΒΕΑ, την ΕΔΕΕ, το Ινστιτούτο Επικοινωνίας, την φίλη και μέλος μας Μάρα Μαρτίνη για την βοήθεια που μας προσέφεραν κατά την αναζήτηση των κατάλληλων ομιλητών.

    Ελπίζω ότι οι ομιλίες και η συζήτηση που θα επακολουθήσει δεν θα σας κουράσουν αλλά θα σας βοηθήσουν να σκεφτείτε μαζί μας πάνω στο τόσο μεγάλο αυτό θέμα


επιστροφή